- περίσσεια
- η, ΝΜΑ και περίσσεια ΜΑ [περισσεύω]περίσσευμα, πλεόνασμα, αφθονία, πλήθος («oἱ τὴν περισσείαν τῆς χάριτος λαμβάνοντες», ΚΔ)νεοελλ.φρ. «ασθένεια περίσσειας»(φυτοπαθολ.) όρος που αναφέρεται σε ασθένεια η οποία προκαλείται σε φυτό από την ύπαρξη στο έδαφος σε πολύ μεγάλη ποσότητα τών απαραίτητων για τη διατροφή του χημικών στοιχείωνμσν.-αρχ.1. φρ. «κατὰ περισσείαν» — κατά πλεονασμό, ως εκ περισσού»2. κέρδος, όφελος, προαγωγή, πρόοδος, προκοπή («τίς περίσσεια τῷ ἀνθρώπω ἐν μόχθῳ αὐτοῡ ᾧ μοχθεῑ ὑπὸ τὸν ἥλιον», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.